- καντέντσα
- (cadenza). Μουσικός αυτοσχεδιασμός με δεξιοτεχνικό χαρακτήρα. Ξεκίνησε να εφαρμόζεται κυρίως τον 18ο αι. από τους τραγουδιστές και τους σολίστες των κοντσέρτων, με σκοπό να γίνει πιο έκδηλη η κλίμακα των τεχνικών τους προσόντων. Με την έννοια αυτή, η κ. αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης μουσικής σύνθεσης, που αρχικά είχε αφεθεί στην κρίση και στην καλαισθησία των εκτελεστών. Αργότερα, όμως, γραφόταν από τους ίδιους τους συνθέτες, που της έδωσαν τη μορφή παραλλαγών πάνω στο κύριο ή στα κύρια θέματα της σύνθεσης. Στα κοντσέρτα για ένα όργανο και ορχήστρα, η κ. έχει θέση όταν η ορχήστρα κάνει παύση και ο σολίστ επιδίδεται σε εντυπωσιακή δεξιοτεχνική επίδειξη. Ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν και ιδιαίτερα οι συνθέτες της ρομαντικής περιόδου (19ος αι.) έγραφαν συχνά οι ίδιοι τις κ. των κοντσέρτων τους, γενικά όμως οι κ. αποτελούν έργο των ίδιων των δεξιοτεχνών και, από άποψη μουσικού ύφους, βρίσκονται σε διάσταση με την υπόλοιπη σύνθεση.
* * *η1. η μουσική ή ρυθμική πτώση2. είδος κορωνίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ιταλ. προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.